μυξοσάρκωμα

μυξοσάρκωμα
το
ιατρ. είδος όγκου που είναι μεν καλοήθης, έχει υποστεί όμως κατά τόπους βλεννώδη εκφύλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxosarcoma (< μύξα + σάρκωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά-Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”